χειροκρατώ
Смотреть что такое "χειροκρατώ" в других словарях:
χειροκρατώ — χειροκρατῶ, έω, ΝΜ, και χεροκρατώ Ν, και χειρακρατῶ Μ κρατώ κάποιον με το χέρι ή από το χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατῶ] … Dictionary of Greek
χειρακρατώ — έω, Μ βλ. χειροκρατῶ … Dictionary of Greek
χεροκρατώ — Ν βλ. χειροκρατώ … Dictionary of Greek